Λιλή η Σαλονικιά - η πεταλούδα

Λίγα λόγια για τη Λιλή τη Σαλονικιά ( από δημοσίευμα στην εφημερίδα «ποντίκι», 08.02.2001).
Από την Άνω Πόλη και γονείς πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη, η Ζαχαρένια Βαλαβάνη, όπως ήταν το πραγματικό της όνομα, έχασε μικρή τον πατέρα της κι είδε τη μάνα της να παλεύει (καπνεργάτρια) για να θρέψει τα τρία παιδιά της, όπως εκείνη έκανε αργότερα για τον μοναχογυιό της. Η ίδια ξεκίνησε πολύ μικρή να δουλεύει σε ζαχαροπλαστείο και παράλληλα να τραγουδάει: ένας γείτονας τους δούλευε γκαρσόνι στο «Λουξεμβούργο» (γνωστό απ την υπόθεση Πολκ) και την καλούσε να τραγουδήσει.
Γρήγορα βρίσκει το δρόμο της σαν τραγουδίστρια ελαφρών τραγουδιών, πρώτο κέντρο που δούλεψε επαγγελματικά, το «Όρνια» με πρώτη επιτυχία το ¨Δυό πράσινα μάτια» που έκτοτε το έλεγε με κάθε ευκαιρία («Νυκτερινός Επισκέπτης» του Α. Σκιαδόπουλου). Στράφηκε στο ρεμπέτικο όταν τα «ευρωπαϊκά» δεν τραβούσαν και ανακάλυψε πως ήταν γεννημένη λαϊκή τραγουδίστρια. Τραγούδησε σε πολλά κέντρα στη Θεσσαλονίκη και κατέληξε στο γνωστό «Μινουί» όπου συνεργάστηκε με δυό μοναδικούς Θεσσαλονικούς μπουζουξήδες τον Θεοδωρίδη και τον Καμπουρέλο.
Πολύ αγαπητή στον κόσμο κι όχι μόνο της Θεσσαλονίκης. Ήταν βωμολόχα και πουριτανή. Αυστηρή με τον κόσμο και ταυτόχρονα πειραχτήρι: σάρκαζε με την ίδια άνεση που τραγούδαγε χωρίς να σοκάρει «μάκες πιάστε τα γεφύρια», μιλούσε – κι έδειχνε ένα τετράγωνο μυαλό για την πολιτική, την οικογένεια και για την Αντίσταση. Όλη της η ζωή ήταν αφιερωμένη στο «Κόμμα» (στην ΕΠΟΝ πριν τη κατοχή ακόμα και μετά στην Αντίσταση).
Δεν έκανε ποτέ δίσκο, κι ας την παρακαλούσαν, δεν ήθελε να κατέβει στην Αθήνα.
Σταμάτησε να τραγουδάει το 1998 κι έφυγε ήσυχα το 2001.

Η πεταλούδα.
Στίχοι & μουσική: Γιώργος Μητσάκης.

Πρώτη εκτέλεση: Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Σαν την πεταλούδα φτερουγίζεις,
γύρω-γύρω στη φωτιά γυρίζεις,
πρόσεξε μην κάψεις τα φτερά σου
και θα κλαις κι εσύ τη συμφορά σου.

Άρχισε χειμώνας να μυρίζει
κι ο βοριάς, σε λίγο, θα σφυρίζει,
που θα βρεις κλωνάρια ανθισμένα,
με τα δυο σου τα φτερά καμένα;

Τότε παγωμένη ανεμώνα,
θα σε ξαναδώσει στο χειμώνα,
κι έτσι θα χαθείς μέσα στη μπόρα,
δεν μ ‘ακούς που σου το λέω τώρα…